- υδροξυβενζόλιο
- το, Νχημ. άλλη ονομασία για τη φαινόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroxybenzene].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροξυ- — Ν χημ. πρόθημα όρων τής χημείας, που δηλώνει την παρουσία υδροξυλίων στο μόριο μιας οργανικής, κυρίως, ένωσης και χαρακτηρίζει τις φαινόλες και τις αλκοόλες, όπως λ.χ. υδροξυακετόνη, υδροξυβενζόλιο, υδροξυκινολίνη κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο, πρβλ.… … Dictionary of Greek
φαινόλη — (I) και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α ο φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαινόλης (ὁ), κατά τα θηλ. Οι τ. φαίνουλα, παίνουλα, πένουλα έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τού λατ. paenula (< φαινόλης*)]. (II) η, Ν… … Dictionary of Greek